αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… … Dictionary of Greek
αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… … Dictionary of Greek
εκουίζετο — Γένος πολυετών φυτών της οικογένειας των εκουιζετιδών. Αναπτύσσεται συνήθως σε υγρούς τόπους. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει έξι είδη: ε. το μείζον, ε. το αρουραίο, ε. το δασικό, ε. το ελόβιο, ε. το πολύκλαδο και ε. το χειμερινό. Το υπόγειο… … Dictionary of Greek
εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις … Dictionary of Greek
εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… … Dictionary of Greek
ηλεκτρόφωνο — Συσκευή που χρησιμοποιείται για την ανάγνωση την ενίσχυση και την αναπαραγωγή των ήχων που έχουν αποτυπωθεί σε δίσκους βινυλίου. Το η. αποτελείται βασικά από έναν κινητήρα για την περιστροφή του δίσκου, σύστημα βραχίονα και κεφαλής με μεταλλική ή … Dictionary of Greek